- χάφτας
- οπληθ. χάφτες και χάφτηδες, θηλ. χάφτισσα1. αυτός που χάβει λαίμαργα το φαΐ του.2. αυτός που ιδιοποιείται τα ξένα.3. αυτός που χάβει ό,τι του λένε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.