χάφτας

χάφτας
ο
πληθ. χάφτες και χάφτηδες, θηλ. χάφτισσα
1. αυτός που χάβει λαίμαργα το φαΐ του.
2. αυτός που ιδιοποιείται τα ξένα.
3. αυτός που χάβει ό,τι του λένε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χάφτας — ο, θηλ. χάφτισσα, τ. αρσ. πληθ. χάφτες και χάφτηδες Ν 1. αυτός που χάφτει λαίμαργα το φαγητό του, λαίμαργος, χαφτανάς 2. μτφ. α) πνευματικά νωθρός, ανόητος β) εύπιστος γ) άπληστος, σφετεριστής δ) το θηλ. γυναίκα ελευθέριων ηθών που εκμεταλλεύεται …   Dictionary of Greek

  • χάφτης — ο 1. χάφτας. 2. είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”